• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
first person n (grammar: I, we)πρώτο πρόσωπο επίθ + ουσ ουδ
 The pronoun in that sentence is in the first person.
 Η αντωνυμία σε αυτήν την πρόταση είναι σε πρώτο πρόσωπο.
first person n as adj (narrative: in the first person)πρώτο πρόσωπο επίθ + ουσ ουδ
 The writer uses first person narrative throughout the entire novel.
 Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο σε όλο το μυθιστόρημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'first person' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση first person στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «first person».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!